- γύναια
- γύναιονmade to a womanneut nom/voc/acc plγύναιοςmade to a womanneut nom/voc/acc plγύναιοςmade to a womanneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γύναι' — γύναια , γύναιον made to a woman neut nom/voc/acc pl γύναια , γύναιος made to a woman neut nom/voc/acc pl γύναια , γύναιος made to a woman neut nom/voc/acc pl γύναιε , γύναιος made to a woman masc voc sg γύναιαι , γύναιος made to a woman fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANCHUSA — Graecis ἄγχουσα, item πορφυρὶς, a colore rubrae purpurae, Plinio l. 22. c. 20. dicitur praepar arelanas coloribus pretiosis, h. e. substerni coloribus pretiosis, ut conchyliis ac purpuris et cocco. Eâ enim ut et algâmarinâ imbuebantur primo lanae … Hofmann J. Lexicon universale
PHUCARUM seu PHUCARIUM — PHUCARUM, seu PHUCARIUM φούκαρον vel φουκάριον, infimae Graeciae, fucus mulierum est; a voce prisca φῦκος, quâ nonnulli algam marinam puniceam intelligunt, eamque a feminisad fucum genis indendum adhibitam esse existimant. Sed hos Dioscorides… … Hofmann J. Lexicon universale
γύναιος — γύναιος, α, ον (Α) φρ. «γύναια δώρα» δώρα που δίνονται σε γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το γύναιος (αντίστοιχος μυκην. τ. ku na ja) < (θ.) γυν , γυνή + (επίθημα) αιος (πρβλ. δείλαιος, μάταιος). Κατ άλλους, γύναιος < (κλητ.) γύναι] … Dictionary of Greek
ύπανδρος — η, ο / ὕπανδρος, ον, ΝΑ συζευγμένος, έγγαμος, παντρεμένος αρχ. 1. (για γυναίκα) άσωτη, αχρεία («γύναια ὕπανδρα», Πλούτ.) 2. θηλυπρεπής, γυναικώδης («ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπανδρος», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ.… … Dictionary of Greek
Καρυωτάκης, Κώστας — (Τρίπολη 1896 – Πρέβεζα 1928). Ποιητής. Το επάγγελμα του πατέρα του στάθηκε αφορμή να γνωρίσει πολλές πόλεις της ελληνικής επαρχίας (Λευκάδα, Κεφαλονιά, Λάρισα, Καλαμάτα, Πάτρα, Χανιά). Σπούδασε στη νομική σχολή Αθηνών και αργότερα διορίστηκε… … Dictionary of Greek